δεινότητας

δεινότητας
δεινότης
terribleness
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРМОГЕН —    • Hermogĕnes,          Έρμογένης,     I. родом из Тарса, уже 15 лет от роду, в правление императора Марка Аврелия выступил ритором и возбудил всеобщее удивление; но уже в 24 г. он лишился своих умственных сил, умер, однако, только в старости.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”